- πένης
- και πένητας, ο / πένης, -ητος, ΝΜΑαυτός που τα εισοδήματά του μόλις και μετά βίας επαρκούν για τη διατροφή του, φτωχόςαρχ.1. (με γεν.) αυτός που στερείται κάτι, ενδεής («χρημάτων πένητες», Ευρ.)2. ως επίθ. φτωχικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πένομαι (πρβλ. κέλης < κέλομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.